- πεθιδίνη
- η(φαρμ.) το πρώτο τελείως συνθετικό μορφινομιμητικό, που είναι ένας αιθυλεστέρας τού οποίου το υδροχλωρικό άλας έχει αναλγητικές και ναρκωτικές ιδιότητες, χρησιμοποιείται αντί για τη μορφίνη και, μολονότι η αναλγητική διάρκεια και δράση του είναι μικρότερη από τής μορφίνης, προκαλεί και αυτό εθισμό στον οργανισμό.
Dictionary of Greek. 2013.